-
1 статья
статья ж (в газете, журнале) το άρθρο; передовая \статья το κύριο άρθρο* * *ж(в газете, журнале) το άρθροпередова́я статья́ — το κύριο άρθρο
-
2 статья
-й, γεν. πλθ. -ей, δοτ. -тьям θ.1. άρθρο, δημοσίευμα•газетная статья άρθρο εφημερίδας•
передовая статья κύριο άρθρο•
критическая статья κριτικό άρθρο.
2. ειδική διάταξη νόμου, συνθήκης•-ьй уголовного кодекса άρθρα του ποινικού κώδικα•
статья мирного договора άρθρα της συνθήκης ειρήνης•
статья закона άρθρο του νόμου.
3. ειδική υποδιαίρεση λογιστικής•-ьй дохода άρθρα εσόδων.-
4. κατηγορία, είδος• τομέας.5. παλ. στρατ. βαθμίδα, βαθμός•επιλοχίας πρώτου βαθμού.6. (απλ.) κορμοστασιά, κόψιμο.εκφρ.по всем -ьям – κ. во всех -ьях καθ όλα, κατά πάντα• από κάθε άποψη. -
3 передовой
передовой 1) πρωτοπόρος· \передовой отряд το προτωπόρο απόσπασμα 2) προχωρημένος (высокоразвитый); προοδευτικός (прогрессивный)' \передовойые страны οι προοδευτικές χώρες; \передовой метод η προοδευτική μέθοδος ◇ \передовойая статья το κύριο άρθρο* * *1) πρωτοπόροςпередово́й отря́д — το προτωπόρο απόσπασμα
2) προχωρημένος ( высокоразвитый); προοδευτικός ( прогрессивный)передовы́е стра́ны — οι προοδευτικές χώρες
передово́й ме́тод — η προοδευτική μέθοδος
••передова́я статья́ — το κύριο άρθρο
-
4 передовой
επ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) πρωτοπόρος, προπορευόμενος•-ая лошадь το προπορευόμενο άλογο•
-ая наука πρωτοπόρα επιστήμη.
|| προηγμένος•-ые страны οι προηγμένες χώρες.
|| προοδευτικός•передовой человек προοδευτικός άνθρωπος•
-ые идеи προοδευτικές ιδέες.
2. μπροστινός, πρώτος•-ые позиции линии οι πρώτες θέσεις της γραμμής•
передовой пост η προφυλακή•
передовой отряд η εμπροσθοφυλακή.
3. ουσ. -ая,ой θ., πλθ. -ые, -ых οι πρώτες θέσεις γραμμής.4. ουσ. θ. -ая, -ой κύριο άρθρο (εφημερίδας, περιοδικού).εκφρ.- ая позиция – (στρατ.) η πρώτη γραμμή•- ая статья – το κύριο άρθρο (εφημερίδας, περιοδικού). -
5 статья
статьяж1. τό δρθρο[ν]:передовая \статья τό κύριο ἄρθρο· \статья конституции τό ἄρθρο τοῦ συντάγματος·2. (счета и т. п.) τό κονδύλιο[ν]:приходная \статья τό κονδύλιο ἐσόδων ◊ это особая \статья αὐτό εἶναι ξεχωριστό ζήτημα -
6 передовая
передоваяж разг τό κύριο ἄρθρο. -
7 передовица
передовицаж разг τό κύριο ἄρθρο[ν]. -
8 передовой
передов||о́йприл1. πρωτοπόρος, προοδευμένος, προχωρημένος:\передовойая линия ἡ πρώτη γραμμή· \передовой отряд прям., перен τό πρωτοπόρο ἀπόσπασμα· \передовой пост τό προκεχωρημένο φυλάκιο·2. (прогрессивный) προοδευτικός:\передовойые взгляды οἱ προοδευτικές ἀντιλήψεις, οἱ προοδευτικές Ιδέες· \передовойая техника ἡ πρωτοπόρο τεχνική· ◊ \передовойая статья τό κύριο ἄρθρο[ν]. -
9 передовица
-ы θ.κύριο άρθρο εφημερίδας, περιοδικού. -
10 редакционный
επ.συντακτικός, της σύνταξης•-ые поправки διορθώσεις της σύνταξης-редакционныйые указания υποδείξεις της σύνταξης•
-ая работа η συντακτική εργασία•
-ая коллегия η συντακτική επιτροπή•
-ая статья κύριο άρθρο.
-
11 передовой
1. (тот, кто находится впереди чего-л.) προπορευόμενος 2. (стоящий выше других по уровню развития, прогрессивный) πρωτοπόροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > передовой
-
12 статья
1. (публикация) το άρθροпередовая - κύριο -, πρωτοσέλιδο -2. (раздел договора, контракта и т.п.) η παράγραφ/οςвключать - ю в договор περιλαμβάνω/βάζω την - ο στη συμφωνίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > статья
-
13 руководящими
руководящими1. прич. от руководить·2. прил καθοδηγητικός, ἡγετικός:\руководящими центр τό καθοδηγητικό κέντρο· \руководящимиие кадры τά ἡγετικά στελέχη· \руководящимиие органы τά καθοδηγητικά ὀργανα· \руководящимиая сила ἡ ἡγετική δύναμη· \руководящимиая статья τό κύριο[ν] ᾶρθρο[ν]. -
14 руководящий
επ. από μτχ.καθοδηγητικός• ηγετικός•-ие кадры καθοδηγητικά στελέχη-руководящийая роль καθοδηγητικός ρόλος•
-ие органы καθοδηγητικά όργανα•
руководящий центр καθοδηγητικό κέντρο•
-ие указания καθοδηγητικές υποδείξεις•
-ая статья κύριο (καθοδηγητικό) άρθρο.
См. также в других словарях:
άρθρο — Κλιτό μέρος του λόγου· γενικά μονοσύλλαβες λέξεις που μπαίνουν πριν από τα πτωτικά. Κατά την άποψη ορισμένων αρχαίων γραμματικών και νεότερων γλωσσολόγων, η χρήση του ά. ήταν εντελώς άγνωστη στα χρόνια του Ομήρου· κατ’ άλλους όμως η αρθρική χρήση … Dictionary of Greek
αρθρογράφος — ο, η συντάκτης ή συνεργάτης εφημερίδας που γράφει το κύριο άρθρο ή άρθρα της ειδικότητας του. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρθρο + γραφος < γράφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον θ. Φαρμακίδη] … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
τιτλοφορώ — Ν 1. απονέμω σε κάποιον τίτλο, τιμητική διάκριση, προσαγορεύω με τίτλο ευγενείας 2. χαρακτηρίζω με τίτλο, δίνω ονομασία («τιτλοφόρησαν την οργάνωσή τους Φίλοι τού περιβάλλοντος») 3. βάζω τίτλο, επικεφαλίδα, επιγράφω κείμενο ή έντυπο («το κύριο… … Dictionary of Greek
αρθρογράφος — ο, η συντάκτης ή συνεργάτης εφημερίδας που γράφει το κύριο άρθρο ή άρθρα της ειδικότητάς του: Ο Α είναι ο πολιτικός αρθρογράφος της εφημερίδας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρθρογραφώ — ησα, γράφω το κύριο άρθρο ή άρθρα της ειδικότητάς μου σε εφημερίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek